- στειρότητα
- στειρότηςsterilityfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στειρότητα — η / στειρότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος] αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα») νεοελλ. 1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός… … Dictionary of Greek
στειρότητα — η το να είναι κάποιος στείρος: Δεν μπόρεσε να θεραπεύσει τη στειρότητα της γυναίκας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αγεννησία — η (Α ἀγεννησία) (Ν και ιά) [ἀγέννητος] ανικανότητα προς αναπαραγωγή, στειρότητα αρχ. κατάσταση που προϋπήρξε τής δημιουργίας και που η ίδια δεν δημιουργήθηκε από κάποια άλλη αιτία … Dictionary of Greek
ασποριά — η (AM ἀσπορία) [άσπορος] νεοελλ. η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια μσν. η γέννηση χωρίς σπέρμα (η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία) αρχ. η στειρότητα, η ατεκνία … Dictionary of Greek
ατοκία — η (AM ἀτοκία) [άτοκος (Ι)] 1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα 2. αγονία, ακαρπία … Dictionary of Greek
ατόκιος — ἀτόκιος, ία, ον (Α) [ατοκία] αυτός που προκαλεί ατοκία, στειρότητα (το ουδ. και νεοελλ.) ατόκιο, το (Α ἀτόκιον) φάρμακο που προκαλεί ατοκία, στείρωση σκόνη ή αλοιφή που εισάγεται στον κόλπο της γυναίκας και επιφέρει διακοπή της κύησης … Dictionary of Greek
αφορία — η (AM ἀφορία) [άφορος] 1. έλλειψη παραγωγής, έλλειψη ευφορίας, ακαρπία 2. μτφ. έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα 3. ανεπάρκεια, έλλειψη … Dictionary of Greek
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek